παρακυλώ

παρακυλώ
-άω
1. (για πλοίο) γέρνω πότε στη μία και πότε στην άλλη πλευρά λόγω τρικυμίας, κλυδωνίζομαι, υφίσταμαι διατοιχισμό, διατοιχώ
2. κυλώ κάτι υπερβολικά
3. μέσ. παρακυλιέμαι και παρακυλιούμαι- ξαπλώνω και κάνω επανειλημμένα περιστροφές με το σώμα, κυλιέμαι υπερβολικά («παρακυλίστηκες στα χώματα»).

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • παρακυλώ — παρακύλησα, παρακυλήθηκα, κυλώ κάτι ή κάποιον· το μέσ., κυλιέμαι υπερβολικά: Παρακυλήθηκε το παιδί στα χώματα κι έγινε χάλια …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • παρακύλισμα — και παρακύλημα, το 1. ναυτ. η ενέργεια και το αποτέλεσμα τού παρακυλώ, η διατοίχηση ή διατοιχισμός, κν. μπότζι 2. κύλισμα, βούτηγμα μέσα σε κάτι με περιστροφικές κινήσεις 3. φρ. «παρακυλίσματος κίνηση» ιατρ. συνολική κυματοειδής κίνηση τής… …   Dictionary of Greek

  • παρακυλητό — το το παρακύλισμα. [ΕΤΥΜΟΛ. < παρακυλώ + κατάλ. ητό (πρβλ. κυνηγ ητό)] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”