- παρακυλώ
- -άω1. (για πλοίο) γέρνω πότε στη μία και πότε στην άλλη πλευρά λόγω τρικυμίας, κλυδωνίζομαι, υφίσταμαι διατοιχισμό, διατοιχώ2. κυλώ κάτι υπερβολικά3. μέσ. παρακυλιέμαι και παρακυλιούμαι- ξαπλώνω και κάνω επανειλημμένα περιστροφές με το σώμα, κυλιέμαι υπερβολικά («παρακυλίστηκες στα χώματα»).
Dictionary of Greek. 2013.